αρμενοβελόνα

αρμενοβελόνα
η , αρμενοβέλονο τό игла для сшивания парусов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρμενοβελόνα" в других словарях:

  • ιστιορραφίδα — ἡ ειδική βελόνη από χάλυβα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο τών ιστίων, κν. σακκοράφα τών πανιών, αρμενοβελόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ραφίδα (< ράπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σακοράφα — η, Ν 1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα 2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ ιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»